multiple | |
gen. | πολλαπλή |
commun. | πολλαπλό |
commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
allocation | |
account. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
environ. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
insur. PR | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
procedure | |
gen. | λειτουργία |
comp., MS | διαδικασία |
IT tech. | διαδικασία |
mater.sc. el. | μέθοδος |
med. | χειρισμός έκτρωσης |
patents. | δικονομικές διατάξεις |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός m; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 807 phrases in 43 subjects |