multiple access | |
commun. IT | πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση |
share | |
gen. | μποιράζω |
shared | |
gen. | μεριζόμενη; μεριζόμενο; μεριζόμενος |
IT dat.proc. | Καταμερισμένος; κοινής χρήσεως |
shares | |
account. | μετοχές |
busin. labor.org. account. | μετοχές ή μερίδια |
Time | |
comp., MS | χρόνος |
time | |
gen. | χρονομετρώ; χρόνος |
comp., MS | ώρα |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
timing | |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
executive routine | |
IT | διευθύνον πρόγραμμα; εποπτεύον πρόγραμμα; επόπτης |
| |||
πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση | |||
πολλαπλή προσπέλαση; πολλαπλή πρόσβαση | |||
English thesaurus | |||
| |||
MA (Alex Lilo) |
multiple access : 55 phrases in 4 subjects |
Communications | 40 |
Electronics | 6 |
General | 1 |
Information technology | 8 |