token | |
gen. | αδειοδοτικό; ένδειξη; τεκμήριο |
commun. | αδειοπλαίσιο; αδειοπλαίσιο επαλήθευσης |
comp., MS | διακριτικό, κωδικός ανανέωσης χρόνου; κωδικός πληρωμής |
IT transp. | κέρμα |
prediction | |
environ. | πρόβλεψη προτύπου; πρόβλεψη μοντέλου |
life.sc. | πρόρρηση |
math. | πρόβλεψη |
transp. tech. | άνυσμα-πρόβλεψη |
multi : 776 phrases in 54 subjects |