medium interface connector | |
commun. IT | σύνδεσμος διεπαφής μέσου |
jack | |
commun. | θηλυκή πρίζα; κυψέλη; πρίζα; υποδοχή βύσματος |
el. | υποδοχή τηλεφώνου |
industr. construct. | τζακ |
transp. construct. | γρύλλος |
jacking | |
med. | ανύψωση με γρύλλους; στήριξη σε γρύλλους; τοποθέτηση σε γρύλλους |
| |||
σύνδεσμος διεπαφής μέσου | |||
English thesaurus | |||
| |||
MIC (FDDI) |