machine | |
forestr. | μηχάνημα |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
for | |
gen. | για |
Automatic | |
comp., MS | Αυτόματο |
automatic | |
gen. | αυτόματη; αυτόματο |
comp., MS | αυτόματος |
stat. IT construct. | αυτόματος |
graphic | |
gen. | γραφική |
comp., MS | γραφικό |
IT dat.proc. lab.law. | γραφικό σύμβολο |
med. | γραφικός |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
Computer | |
comp., MS | Υπολογιστής |
computer | |
econ. | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
IT | υπολογιστής; ηλεχτρονικός υπολογιστής |
IT tech. | υπολογιστής αποθηκευμένου προγράμματος |
| |||
μηχάνημα n | |||
ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα | |||
| |||
επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά | |||
| |||
βιομηχανική κατεργασία | |||
εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα | |||
κατεργασία κοπής; κατεργασία σε εργαλειομηχανή | |||
| |||
τυπώνω συγράμματα | |||
μηχανή | |||
βαρούλκο; εργάζομαι με τη βοήθεια ενός μηχανήματος-εργαλείου | |||
| |||
μετασκευάζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
mach | |||
m/c | |||
mc; mchn | |||
| |||
mcs | |||
| |||
M |
machine for : 370 phrases in 22 subjects |