interworking | |
commun. | διαλειτουργία; διασύνδεση; συνεργασία |
IT | διαλειτουργικότητα; συλλειτουργία; συνδυασμένη λειτουργία |
mech.eng. | λειτουργία με εναλλαγή |
-protocol | |
commun. | πρωτόκολλο |
IT | πρωτόκολλο; πρωτόκολλο Ν; πρωτόκολλο |
Protocol | |
econ. | πρωτόκολλο |
protocol | |
environ. | πρωτόκολλο |
IT | πρωτόκολλο Ν |
| |||
διαλειτουργία f (ΣΠ); διασύνδεση f | |||
διαλειτουργικότητα f; συλλειτουργία f | |||
| |||
συνεργασία | |||
συνδυασμένη λειτουργία | |||
λειτουργία με εναλλαγή | |||
διασυνεργασία | |||
English thesaurus | |||
| |||
Dialogue, exchanges between equipment from different manufacturers. (FRA) |
interworking protocol : 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |