interceptor | |
gen. | σύστημα αναχαίτισης |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
σύστημα αναχαίτισης | |||
εσωτερικός απαγωγός | |||
English thesaurus | |||
| |||
incep; int |
interceptor : 11 phrases in 5 subjects |
Construction | 1 |
Environment | 3 |
General | 4 |
Industry | 1 |
Transport | 2 |