integration | |
gen. | ένταξη |
IT | ολοκλήρωση; ολοκλήρωση συστήματος |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
integration circuit : 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |