insert | |
commun. | ένθετο; συμπλήρωμα |
comp., MS | εισαγωγή |
forestr. | παρεμβάλλω |
mater.sc. mech.eng. | γαρνιτούρα; επένδυση; επικάλυψη |
met. mech.eng. | επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας; επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας |
extract | |
gen. | Εξάγω; αποσπώ; απόσπασμα |
agric. | ολικό ξερό εκχύλισμα; ολικό εκχύλισμα |
commun. tech. | εξάγω' βγάζω |
comp., MS | εξάγω |
food.ind. chem. | ολικό ξηρό εκχύλισμα |
| |||
εισάγω | |||
ένθετο; συμπλήρωμα f | |||
εισαγωγή (A mode in which any data to the right of the cursor is moved to the right as you type) | |||
παρεμβάλλω m | |||
παρέμβλημα f | |||
ένθεμα f | |||
γαρνιτούρα; επένδυση; επικάλυψη | |||
εισάγω εισήγαγα; ενθέτω ενέθεσα; εντεθειμένος; παρεμβάλλω παρενέβαλα; παρεμβεβλημένος m | |||
επίστρωμα άκρου ηλεκτροδίου; επίστρωμα σιαγόνων στερέωσης; ένθετη μήτρα σφυρηλασίας | |||
επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας; επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας; επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας; επαναχρησιμοποιούμενο κοπτικό πλακίδιο | |||
ένθετη διαγράμμιση | |||
| |||
καταχωρώ; χώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
A close-up shot of an object, often produced by the second unit. The term probably came about to reflect the fact that this shot will be "inserted" into the final version of the movie during editing. |
insert-extract : 1 phrase in 1 subject |
Mechanic engineering | 1 |