input | |
agric. industr. | εισερχόμενο; λίπασμα |
econ. commer. | επιβαρύνσεις παραγωγής; έξοδα παραγωγής |
el. | είσοδος |
fin. | συντελεστής παραγωγής |
IT tech. | Είσοδος |
mech.eng. el. | απορροφούμενη ισχύς |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
input controller : 4 phrases in 1 subject |
Information technology | 4 |