initialization | |
comp., MS | προετοιμασία |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
προετοιμασία f (The process of assigning initial values to variables and data structures in a program) | |||
αποκατάσταση αρχικών συνθηκών; ενεργοποίηση; ορισμός αρχικής κατάστασης |
initialization : 17 phrases in 4 subjects |
Communications | 1 |
General | 1 |
Information technology | 10 |
Microsoft | 5 |