indexing | |
el. | δεικτοδότητση |
fin. | ίντεξινγκ |
IT | ευρετηριασμός |
List | |
comp., MS | Λίστα |
list | |
comp., MS | λίστα |
industr. construct. | παρυφή |
listing | |
agric. | αυλάκωσις κατά τας ισοϋψείς |
fin. | καθορισμός τιμής; εισαγωγή χρεωγράφου στο χρηματιστήριο; καθορισμός τιμής στο χρηματιστήριο |
industr. construct. | ούγια |
| |||
δεικτοδότητση | |||
ίντεξινγκ | |||
ευρετηριασμός | |||
ευρετηρίαση; ευρετηριάζω |
indexed : 120 phrases in 16 subjects |