implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
rule | |
gen. | νόμος |
chem. | φιλέτο |
commun. | φιλές; διαγραμμίζω; ριγώνω; χαρακώνω |
comp., MS | κανόνας |
earth.sc. | βαθμονομημένος κανόνας |
med. | κανόνας; κανονισμός |
implementation rule : 1 phrase in 1 subject |
Politics | 1 |