gravity | |
med. | βαρύτητα; βαρυτική δύναμη |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
magnetic | |
gen. | μαγνητική; μαγνητικό; μαγνητικός |
modeling | |
med. | μίμηση προτύπου; πλάσιμο προτύπου; διαμόρφωση; μοντελοποίηση |
application | |
gen. | αίτηση |
comp., MS | εφαρμογή |
fin. | εφαρμογή |
IT | πρόγραμμα εφαρμογής |
med. | χορήγηση |
polit. law | αίτημα; έγγραφη προσφυγή' αίτηση |
transp. | εφαρμογή φρένων; πέδηση |
| |||
βαρύτητα f; βαρυτική δύναμη | |||
βαρύτητα f (gravitas) | |||
English thesaurus | |||
| |||
gr; grav | |||
g (force) | |||
g |
gravity : 234 phrases in 25 subjects |