generic | |
gen. | γενική; γενικό; γενικός |
health. pharma. | γενόσημο |
med. | γένιος; κοινή ονομασία φαρμάκου; αναφερόμενος στο γένος |
obs. pharma. | φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας |
pharma. | γενόσημο φάρμακο; ουσιωδώς όμοιο φάρμακο |
process | |
mech.eng. | κατασκευάζω |
processing | |
agric. | τήξη |
coal. chem. el. | εμπλουτισμός; κατεργασία |
environ. | μεταποίηση |
forestr. | διαμόρφωσις |
industr. | μεταποίηση |
industr. construct. | διενέργεια κατεργασίας |
IT | επεξεργασία |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
γενική f; γενικό m; γενικός m | |||
γενόσημο n | |||
γένιος; κοινή ονομασία φαρμάκου; αναφερόμενος στο γένος | |||
φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας | |||
γενόσημο φάρμακο; ουσιωδώς όμοιο φάρμακο | |||
| |||
γενικοί τύποι (A feature of the common language runtime, conceptually similar to C++ templates, that allows classes, structures, interfaces, and methods to have placeholders (generic type parameters) for the data types they store and manipulate. Generic types are a form of parameterized types) | |||
English thesaurus | |||
| |||
gen | |||
generic drug (4uzhoj) | |||
| |||
G |
generic : 118 phrases in 21 subjects |