first | |
gen. | πρώτα; πρώτη; πρώτο; πρώτος |
Computer | |
comp., MS | Υπολογιστής |
computer | |
econ. | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
IT | υπολογιστής; ηλεχτρονικός υπολογιστής |
IT tech. | υπολογιστής αποθηκευμένου προγράμματος |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
tester | |
agric. | μηχάνημα διαλογής-οπτικού ελέγχου |
commun. | δοκιμαστήρας |
comp., MS | πρόγραμμα δοκιμής |
health. | δοκιμαστής |
first computer : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |