Extraction | |
commun. | Εξαγωγή |
extraction | |
earth.sc. mech.eng. | εξαγωγή,αφαίρεση |
environ. | εξόρυξη; αφαίρεση; εκρίζωση; εκχύλιση; εξαγωγή |
med. | εκχύλιση; εξαγωγή; αφαίρεση |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
classification | |
comp., MS | ταξινόμηση |
environ. | διαλογή; διαχωρισμός; κατηγοριοποίηση |
insur. | κατάταξη |
market. | γενικό λογιστικό σχέδιο |
math. | κατάταξη |
med. | ταξινόμηση |
pharma. environ. | διαβάθμιση; κατηγοριοποίηση |
of | |
gen. | από |
homogeneous | |
med. | ομοιογενής |
object | |
commun. IT | αφηρημένο αντικείμενο |
comp., MS | αντικείμενο |
econ. | σκοποί κατανάλωσης |
fin. commun. IT | αντικείμενο; αντικείμενο ενδιαφέροντος |
IT | γνώση του κόσμου; γεγονός; γνώση πραγματικού κόσμου |
IT dat.proc. | συνάφεια |
lab.law. mech.eng. | προϊόν εργασίας |
| |||
εξόρυξη f | |||
εξαγωγή,αφαίρεση f | |||
εξόρυξη/εξαγωγή/εκχύλιση/αφαίρεση/εκρίζωση f | |||
μετατόπιση f; μεταφορά υλοτομημένου ξύλου εκτός δάσους | |||
εκχύλιση f; εξαγωγή f; αφαίρεση f; εξελκυσμός m | |||
μεταφορά ξυλείας | |||
| |||
εξόρυξη f; αφαίρεση f; εκρίζωση f; εκχύλιση f; εξαγωγή f | |||
| |||
Εξαγωγή f | |||
English thesaurus | |||
| |||
EXTR; EXTRACT | |||
ex.; ext.; extr. | |||
extn. |
extraction and : 10 phrases in 2 subjects |
Coal | 9 |
Oil / petroleum | 1 |