equivalent | |
gen. | αντίστοιχος; ισοδύναμη |
busin. labor.org. account. | ισοδύναμος, -ο |
chem. | ισοδύναμο |
law fin. | ποσό που αντιστοιχεί |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
ισοδύναμος, -ο | |||
ισοδύναμο | |||
ποσό που αντιστοιχεί | |||
ισότιμος; ισοδύναμος | |||
| |||
αντίστοιχος; ισοδύναμη | |||
English thesaurus | |||
| |||
eq; e. (Vosoni) | |||
eq. | |||
equiv. |
equivalent : 452 phrases in 48 subjects |