encoder | |
gen. | Κωδικοποιητής |
coupler | |
chem. | συζευκτικό |
construct. | ποτηράκι σύνδεσης |
el. | οπτικός ζεύκτης; οπτικός προσαρμοστής; οπτικός συζεύκτης; οπτοζεύκτης |
IT | στοιχείο σύζευξης; συζεύκτης |
IT transp. avia. | ζεύκτης |
lab.law. met. | σύνδεσμος |
| |||
Κωδικοποιητής m | |||
κωδικοποιητής m; εγκωδικευτής |
encoder : 35 phrases in 6 subjects |
Communications | 9 |
Electronics | 9 |
Information technology | 12 |
Materials science | 2 |
Microsoft | 2 |
Transport | 1 |