variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
aperture | |
commun. | άνοιγμα κεραίας; επιφάνεια ακτινοβολίας κεραίας; στόμιο κεραίας |
commun. el. | διάμετρος κηλίδας |
IT | Άνοιγμα |
med. | στόμιο; όστιο; άνοιγμα; οπή; τρήμα |
English thesaurus | |||
| |||
electly |
electrically : 69 phrases in 16 subjects |