documentation | |
econ. | τεκμηρίωση |
charge | |
chem. | υλικό που διαχωρίζεται |
commun. | καταχώρηση δανεισμού; χρέωση |
earth.sc. | γόμωση |
econ. | κατηγορία για αδίκημα |
fin. | βαρύνω περιουσιακό στοιχείο για εξασφάλιση χρεών |
industr. construct. met. | μίγμα; τροφοδοσία; τροφοδότηση; τροφοδοτώ κλίβανον |
| |||
τεκμηρίωση | |||
| |||
τεκμηρίωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
.doc (file name extensions) | |||
| |||
doc |
documentation : 159 phrases in 29 subjects |