discing | |
agric. | ψεκασμός με δίσκο; καλλιέργεια με δίσκους; καλλιέργεια με δισκάροτρα |
array | |
gen. | παράταξη |
comp., MS | πίνακας |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
| |||
ψεκασμός με δίσκο; καλλιέργεια με δίσκους; καλλιέργεια με δισκάροτρα | |||
English thesaurus | |||
| |||
Domestic International Sales Corporation |