Density | |
gen. | Πυκνότητα |
density | |
anim.husb. | πυκνότης βοσκήσεως |
environ. | πυκνότητα; ειδικό βάρος; πυκνότητα/ειδικό βάρος |
IT | πυκνότητα εγγραφής |
med. | πυκνότητα |
phys.sc. | ειδικό βάρος |
stat. | βέλτιστη πυκνότητα |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
πυκνότης βοσκήσεως | |||
πυκνότητα/ειδικό βάρος | |||
πυκνότητα εγγραφής | |||
πυκνότητα f | |||
ειδικό βάρος | |||
βέλτιστη πυκνότητα | |||
φαινομένη πυκνότητα | |||
| |||
πυκνότητα f; ειδικό βάρος | |||
| |||
Πυκνότητα f | |||
English thesaurus | |||
| |||
den | |||
dens. | |||
dens | |||
The average number of vehicles, expressed in vehicles per unit of distance. (FRA) | |||
of gas flowing | |||
dg |
density : 730 phrases in 41 subjects |