Cursor control | |
gen. | Έλεγχος του δρομέα |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
πλήκτρα ελέγχου δρομέα | |||
| |||
Έλεγχος του δρομέα | |||
English thesaurus | |||
| |||
cc (Alex Lilo) |
cursor control : 3 phrases in 1 subject |
Information technology | 3 |