routing | |
commun. | οδός διαβίβασης; δρομολόγηση κίνησης |
comp., MS | δρομολόγηση |
earth.sc. life.sc. | υπολογισμός διαδόσεως πλημμυρικού κύματος |
el. | δρομοθέτηση; διάνοιξη διαδρομής; όδευση |
industr. construct. | βαθεία άροσις |
English thesaurus | |||
| |||
CO (CL) | |||
| |||
CO |
connection-oriented : 7 phrases in 2 subjects |
Communications | 6 |
Microsoft | 1 |