separation | |
gen. | απόθεση; διαχωρισμός του συγχρονισμού |
coal. chem. | καθαρισμός |
earth.sc. | αποκόλληση |
environ. | διαχωρισμός; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση; διαλογή |
law | χωρισμός |
law sec.sys. lab.law. | αποχώρηση |
compositional : 4 phrases in 3 subjects |
Labor law | 1 |
Metallurgy | 2 |
Statistics | 1 |