composition | |
agric. | σύνθεσις |
chem. | χημική σύνθεση |
econ. | δικαστικός διακανονισμός |
law market. | πτωχευτικός συμβιβασμός; συμβιβασμός με πιστωτές |
characterise | |
gen. | χαρακτηρίζω |
Parametered | |
gen. | Παραμετρική |
parameter | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
| |||
σύνθεσις f | |||
χημική σύνθεση | |||
δικαστικός διακανονισμός | |||
πτωχευτικός συμβιβασμός; συμβιβασμός με πιστωτές | |||
σύνθεση f; σύσταση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
compo | |||
on | |||
comp. | |||
comp; compos; compsn |
composition : 152 phrases in 33 subjects |