DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +

to phrases

cockpit

['kɔkpɪt] n
transp. θέση χειριστή αεροσκάφους; καμπίνα διακυβερνήσεως αεροσκάφους
transp., agric. πανοραμική καμπίνα ελκυστήρα
transp., avia. θάλαμος διακυβέρνησης; κόκπιτ m; πιλοτήριο n; φρέαρ χειριστή; χειριστήριο n; θάλαμος του πιλότου αεροπλάνου; καμπίνα κυβερνήτη αεροσκάφους; καμπίνα πιλότου
 English thesaurus
cockpit ['kɔkpɪt] abbr.
abbr., mil., avia. ckpt
mil., abbr. cpt
cockpit
: 26 phrases in 7 subjects
Astronautics1
Communications1
Earth sciences2
Information technology1
Labor law1
Mechanic engineering1
Transport19

Add | Report an error | Get short URL