character | |
comp., MS | χαρακτήρας |
life.sc. | γνώρισμα |
handles | |
med. | χειρολαβές; χερούλια |
handling | |
gen. | χειρισμοί |
agric. | μεταφορά και αποθήκευση υλικών |
econ. | μεταφορά και διακίνηση φορτίων |
law fin. tax. | αποδοχή προϊόντων εγκλήματος |
mech.eng. | χειρισμός μηχανής |
med. | επέμβαση; χειρισμός |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
processor | |
gen. | μεταποιητική βιομηχανία |
commer. | ενδιάμεσος χρήστης |
dat.proc. | εκτελών την επεξεργασία |
fin. | μεταποιητής |
| |||
χαρακτήρας m (A letter, number, punctuation mark, or other symbol) | |||
γνώρισμα | |||
χαρακτήρας m; χαρακτηριστικό m | |||
English thesaurus | |||
| |||
chr | |||
A created person in a play or a narrative whose particular qualities are revealed by the action, description and conversation. Not to be mixed up with the "actor" in a play, who represents the character. | |||
char | |||
c |
character : 624 phrases in 29 subjects |