DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +

to phrases

channeling

['tʃænlɪŋ] v
chem., el. διαύλωση
el. διαυλοποίηση; προσανατολισμένη εμφύτευση ιόντων; διαυλοποίηση τρανζίστορ; καναλοποίηση τρανζίστορ; διανομή σε στάθμη καναλιού
industr., construct. αυλάκωση
transp., met. δημιουργία ανεπιθύμητων διόδων μέσα από το φορτίο της υψικαμίνου
channeled
: 5 phrases in 4 subjects
Communications1
Electronics2
Life sciences1
Medical1

Add | Report an error | Get short URL