ceramic | |
chem. | κεραμικό |
el. | κεραμευτικός; κεραμικός |
ceramics | |
econ. | κεραμική |
ed. | αγγειοπλαστική; κεραμεική |
environ. | κεραμική/αγγειοπλαστική; αγγειοπλαστική |
array | |
gen. | παράταξη |
comp., MS | πίνακας |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
| |||
κεραμικό | |||
| |||
κεραμική f | |||
αγγειοπλαστική f; κεραμεική | |||
| |||
κεραμευτικός; κεραμικός | |||
| |||
κεραμική/αγγειοπλαστική f | |||
κεραμευτικά προϊόντα | |||
| |||
αγγειοπλαστική f | |||
English thesaurus | |||
| |||
A durable material made from clay fired at extremely high temperatures that is scratch resistant. Ceramic is often used in fine timepieces for its glossy appearance and durable nature. | |||
cer |
ceramic : 107 phrases in 19 subjects |