Automatic | |
comp., MS | Αυτόματο |
automatic | |
gen. | αυτόματη; αυτόματο |
comp., MS | αυτόματος |
stat. IT construct. | αυτόματος |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
remote | |
gen. | απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος |
commun. | δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος; ρεπορτάζ; υπόκεντρο |
Power | |
comp., MS | Λειτουργία |
power | |
gen. | ενέργεια; κινώ με ηλεκτρική ενέργεια |
comp., MS | ισχύς |
math. | ισχύς ενός ελέγχου |
med. | ισχύς; δύναμη |
phys.sc. | μηχανική δύναμη |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
αυτόματη; αυτόματο n | |||
αυτόματος (Pertaining to something that functions without external control) | |||
αυτόματος | |||
| |||
Αυτόματο n (The name of a device profile that handles incoming calls by switching between the Normal profile and the Meeting profile when the calendar indicates that the current time is busy) | |||
| |||
αυτοματική f | |||
English thesaurus | |||
| |||
combustion control |