automate | |
IT | αυτοματοποιώ |
remote control | |
gen. | τηλεχειριστήριο |
commun. | έλεγχος από απόσταση; χειρισμός από απόσταση; τηλεκατευθυνόμενο σύστημα |
commun. transp. | έλεγχος εξ αποστάσεως; τηλεχειρισμός; χειρισμός εξ αποστάσεως |
comp., MS | απομακρυσμένος έλεγχος |
mech.eng. | τηλέλεγχος; τηλεμέτρηση σε απόσταση |
| |||
αυτοματοποιώ |
automated remote : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |