asynchronous data | |
commun. | ασύγχρονα δεδομένα |
agent | |
gen. | παράγων |
account. | αντιπρόσωπος |
comp., MS | διαμεσολαβητής; παράγοντας; συνεργάτης |
health. | δραστικό μέσο; θραστική δύναμη; ποιητικό αίτιο |
law commer. | εμπορομεσίτης |
proced.law. | πράκτορας |
| |||
ασύγχρονα δεδομένα |
asynchronous data : 5 phrases in 2 subjects |
Communications | 3 |
Electronics | 2 |