alternates | |
environ. | Υποκατάστατα |
Time | |
comp., MS | χρόνος |
time | |
gen. | χρονομετρώ; χρόνος |
comp., MS | ώρα |
environ. | χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
timing | |
el. | χρονισμός |
fin. | επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης |
temporal logic | |
IT | χρονική λογική |
| |||
Υποκατάστατα | |||
| |||
εναλλασσόμενος | |||
English thesaurus | |||
| |||
altg | |||
current; author's correction |
alternating : 126 phrases in 24 subjects |