allocation | |
account. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
environ. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
insur. PR | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
Document | |
gen. | Τεκμηριώνω |
document | |
gen. | τεκμηριώνω |
commun. | ντοκουμέντο' τεκμήριο' έγγραφο |
comp., MS | έγγραφο |
econ. | τεκμήριο |
environ. | τίτλος; τίτλος |
IT dat.proc. | έγγραφο; δομημένη περίπτωση εγγράφου |
law | δικόγραφο |
| |||
εκχώρηση; καταμερισμός m | |||
καταλογισμός m; προσδιορισμός m | |||
κατανομή συχνοτήτων; καταχώριση συχνοτήτων | |||
κατανομή/διανομή/εκχώρηση/καταλογισμός/επίδομα | |||
κατανομή δυναμικότητας | |||
ανώτατο όριο εγγραφής | |||
αποζημίωση; επίδομα f; επιχορήγηση | |||
χορήγηση δικαιώματος χρήσης | |||
διάταξη; παρεγχώρηση | |||
| |||
κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα f; καταλογισμός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
Distribution of limited forces and resources for employment among competing requirements. see also apportionment JP 5-0 |
allocation : 269 phrases in 25 subjects |