advance | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
launcher | |
gen. | υπόβαθρο εξαπόλυσης; εκτοξευτής; υπόβαθρο εκτόξευσης |
astronaut. transp. | όχημα εκτόξευσης; εκτοξευτήρας |
trajectory | |
gen. | διαδρομή |
environ. | τροχιά/πορεία; πορεία |
life.sc. | τροχιά |
optimization | |
comp., MS | βελτιστοποίηση |
software | |
gen. | λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών |
econ. | λογισμικό |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
advanced : 251 phrases in 34 subjects |