advance | |
gen. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced | |
gen. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
med. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
frequency | |
commun. | περιοδικότητα |
comp., MS | συχνότητα |
health. | συχνότης |
med. | συχνότητα; συνεχής επανάληψη |
nat.sc. | επικρατούσα αφθονία |
coding standard | |
gen. | πρότυπο κωδικοποίησης |
| |||
πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ | |||
| |||
έκθεση έργου; έκθεση προόδου | |||
| |||
εξελιγμένη; εξελιγμένο | |||
προχωρημένος; εξελιγμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
adv | |||
ad | |||
| |||
Advanced SMGCS (MichaelBurov) |
advanced : 251 phrases in 34 subjects |