accelerometer | |
gen. | μετρητής επιτάχυνσης |
timer | |
comp., MS | μετρητής; χρονιστής |
earth.sc. el. | συσκευή χρονισμού |
IT | διάταξη χρονισμού |
IT transp. | χρονιστήρας; χρονιστής |
mech.eng. | διακόπτης-χρονόμετρο; χρονοδιακόπτης; χρονόμετρο; ωριαίος διακόπτης |
| |||
μετρητής επιτάχυνσης | |||
αισθητήρας επιτάχυνσης; ενδείκτης επιτάχυνσης; επιταχυμετρητής, επιταχύμετρο; επιταχυνσιόμετρο n |
accelerometer : 22 phrases in 6 subjects |
Earth sciences | 6 |
Electronics | 1 |
Information technology | 3 |
Mechanic engineering | 1 |
Technology | 2 |
Transport | 9 |