absolute | |
gen. | απόλυτη; απόλυτο |
med. | πλήρης; απόλυτος |
normalize | |
comp., MS | κανονικοποίηση |
IT | κανονικοποιώ |
normalized | |
transp. environ. tech. | κανονικοποιημένος |
deviation | |
mater.sc. | διαφορά |
math. | αποκλίνουν |
med. | εκτροπή; απόκλιση |
social.sc. | παρέκκλιση |
stat. | συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή; απόκλισις |
stat. fin. | διακύμανση |
transp. | διαδρομή με παράκαμψη |
| |||
πλήρης | |||
| |||
απόλυτη; απόλυτο | |||
απόλυτος | |||
απόλυτο αιθέριο έλαιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
abs | |||
absol | |||
a | |||
| |||
ABS (value) |
absolute : 217 phrases in 35 subjects |