visual | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
IT | κατάστρωση |
aircraft | |
econ. | αεροσκάφος |
spacing | |
agric. | απόσταση μεταξύ των γραμμών; φυτευτικός σύνδεσμος; απόσταση μεταξύ των πρέμνων |
commun. | αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα; το μεταξύ δύο στίχων διάστημα |
el. | απόσταση |
met. construct. | απόσταση των κέντρων |
transp. | χωρικός διαχωρισμός |
tool | |
comp., MS | εργαλείο |
mech.eng. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι |
nat.sc. earth.sc. mech.eng. | εργαλείο |
tools | |
industr. construct. met. | εργαλεία υαλουργού |
| |||
γραφικά απομιμητή | |||
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
κατάστρωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
⇒ visual aids (devices, such as films, slides, models, and blackboards, that display in visual form material to be understood or remembered) | |||
| |||
Voice For Information Society Universal Access And Learning |
Visual : 286 phrases in 30 subjects |