virtual | |
gen. | εικονική; εικονικό |
comp., MS | εικονικός |
empl. | εικονικός |
block | |
gen. | δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
construct. | σειρές ομοιόμορφων σπιτιών ενωμένων μεταξύ τους; οικοδομικό τετράγωνο |
fin. lab.law. | δεσμεύω |
industr. construct. met. | μπλόκο σχηματοδότησης; κεφαλή αδαμαντοφόρου κόφτη; κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού |
stat. | τμήμα |
blocks | |
gen. | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
| |||
εικονική; εικονικό | |||
εικονικός (Of or pertaining to a device or service that appears to the user as something it actually is not or that does not physically exist) | |||
εικονικός | |||
ιδεατός |
Virtual : 234 phrases in 27 subjects |