station | |
commun. | χειροσυσκευή; μικροτηλέφωνο; τηλέφωνο; τηλεφωνικό όργανο; τηλεφωνική συσκευή |
environ. | σταθμός |
computer system | |
comp., MS | σύστημα υπολογιστή |
econ. | σύστημα πληροφορικής |
environ. | σύστημα επεξεργασίας δεδομένων/υπολογιστικό σύστημα |
IT account. | ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών |
IT life.sc. | οικογένεια υπολογιστών |
IT tech. | σύστημα επεξεργασίας δεδομένων |
Station Computer : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |