Netz | |
commun. el. | κύκλωμα |
comp., MS | δίκτυο |
construct. | κάνναβος |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο; ηλεκτρικό πλέγμα |
industr. construct. | δίχτυ |
IT | τηλεπικοινωνιακό δίκτυο |
math. | πλέγμα |
mech.eng. | δίκτυ φορτίου |
nat.sc. agric. | σκέπη |
Computer | |
econ. | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
| |||
αλιευτικό δίχτυ | |||
| |||
κύκλωμα | |||
δίκτυο | |||
κάνναβος | |||
ηλεκτρικό δίκτυο; ηλεκτρικό πλέγμα | |||
δίχτυ | |||
τηλεπικοινωνιακό δίκτυο | |||
πλέγμα | |||
δίκτυ φορτίου | |||
πλέγμα (plexus); δίκτυο (plexus); σύμπλεγμα (plexus) | |||
σκέπη | |||
περιφερειακά σύρματα ασκών αερόπλοιου | |||
| |||
δικτυοειδής; δικτυωτός | |||
German thesaurus | |||
| |||
Netzteil |
Netz-Computer : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |