mandatory | |
gen. | υποχρεωτική; υποχρεωτικό |
fin. commun. IT | NT:προαιρετικός; υποχρεωτικός |
modification | |
gen. | μετατροπή |
law | αναθεώρηση |
med. | αλλαγή; τροποποίηση; μεταβολή |
| |||
υποχρεωτική; υποχρεωτικό | |||
NT:προαιρετικός; υποχρεωτικός | |||
επιτακτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
mand | |||
Required, ordered | |||
| |||
M |
Mandatory : 74 phrases in 19 subjects |