limit | |
gen. | περιορίζω |
limited | |
gen. | περιορισμένο; περιορισμένος |
Assignments | |
comp., MS | Αναθέσεις εργασιών |
assignment | |
gen. | ανατεθείσα εργασία |
commun. | εκχώρηση φάσματος |
comp., MS | ανάθεση εργασιών |
econ. patents. | εκχώρηση του κοινοτικού σήματος |
fin. | ανάθεση |
IT | απονομή |
distribution | |
agric. | διασκορπισμός |
commun. | διάλυσις; τοποθέτηση στην κάσσα στοιχείων |
construct. | χωρική κατανομή |
fin. account. | διανομή μερισμάτων |
IT | εφαρμογή διανομής; συσσωρευτική κατανομή πιθανότητας |
med. | κατανομή; διανομή |
stat. market. | διάθεση |
| |||
περιορίζω | |||
| |||
περιορισμένο; περιορισμένος | |||
περιορισμένη |
Limited : 219 phrases in 30 subjects |