investment | |
econ. | επένδυση |
fin. | συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο |
invest. | επένδυση; τοποθέτηση; σχηματισμός κεφαλαίου; τοποθέτηση |
law | επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία; συμμετοχή |
law fin. environ. | επενδύσεις |
investments | |
fin. account. | χρεόγραφα |
support programmes | |
IT dat.proc. | προγράμματα υποστήριξης |
| |||
επένδυση; χρηματική επένδυση; στοίχημα; πρόκληση; κρίσιμο θέμα που διακυβεύεται | |||
επένδυση f | |||
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο | |||
επένδυση; τοποθέτηση; σχηματισμός κεφαλαίου; τοποθέτηση f | |||
επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία; συμμετοχή f | |||
επενδύσεις f | |||
| |||
χρεόγραφα n; αξιόγραφα n; κινητή αξία; κινητές αξίες; τίτλος αξιών | |||
χρεόγραφα και επενδύσεις κινητών αξιών | |||
| |||
επένδυση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
incoming overseas capital in place |
Investment Support : 3 phrases in 3 subjects |
Economics | 1 |
Finances | 1 |
Labor law | 1 |