instrument | |
gen. | αυτόνομη πράξη |
comp., MS | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
law | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
med. | όργανο; εργαλείο |
transp. | εξοπλίζω δι'οργάνων |
List | |
comp., MS | Λίστα |
list | |
comp., MS | λίστα |
industr. construct. | παρυφή |
listing | |
agric. | αυλάκωσις κατά τας ισοϋψείς |
fin. | καθορισμός τιμής; εισαγωγή χρεωγράφου στο χρηματιστήριο; καθορισμός τιμής στο χρηματιστήριο |
industr. construct. | ούγια |
| |||
αυτόνομη πράξη | |||
τοποθετώ όργανα μέτρησης (To tag the source code in order to measure the amount of time spent in each area) | |||
δικόγραφο n; νομική πράξη; έγγραφο n | |||
όργανο n; εργαλείο m | |||
ενδεικτικό όργανο αεροσκάφους | |||
| |||
εξοπλίζω δι'οργάνων | |||
English thesaurus | |||
| |||
instr; instrm | |||
legal document | |||
A device intended to make a measurement, alone or in conjunction with other equipment | |||
inst | |||
| |||
instr |
Instrument : 890 phrases in 43 subjects |