derivative | |
gen. | παράγωγη λέξη; παράγωγο |
fin. | παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο; παράγωγα μέσα; χρηματιστηριακό παράγωγο |
scient. el. | παράγωγος |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
παράγωγη λέξη; παράγωγο m | |||
παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο | |||
| |||
παροχετευτικός | |||
| |||
παράγωγα μέσα; χρηματιστηριακό παράγωγο | |||
παράγωγος | |||
English thesaurus | |||
| |||
secondhand (вторичный Val_Ships) | |||
der | |||
deriv | |||
d.; deriv. |
Derivative Controller : 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |