completion | |
gen. | συμπλήρωση |
IT | ολοκλήρωση διαδικασίας; περάτωση διαδικασίας |
IT gen. | ολοκλήρωση; περάτωση |
optimization | |
comp., MS | βελτιστοποίηση |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
assessment | |
gen. | αξιολόγηση |
account. | απoτίμηση |
econ. | έλεγχος των γνώσεων |
environ. | αποτίμηση; αξιολόγηση; εκτίμηση |
forestr. | Απογραφή του δάσους |
law fin. | καθορισμός φόρου |
med. | καθορισμός; εκτίμηση |
laboratory | |
environ. | εργαστήριο |
| |||
συμπλήρωση | |||
ολοκλήρωση; περάτωση; ολοκλήρωση διαδικασίας; περάτωση διαδικασίας | |||
| |||
τελειωμένες οικοδομές |
Completion : 71 phrases in 24 subjects |